Για τους οπαδούς του death metal, θεωρείται απλά κορυφαίο, γι’ αυτούς δε που στο λεξιλόγιο τους προσθέτουν και το επίθετο melodic, λατρεμένο στα όρια του παροξυσμού. Ακόμα και για όσους γουστάρουν απλώς το metal γενικώς, συγκαταλέγεται, ή τουλάχιστον οφείλει να συγκαταλέγεται στις κορυφαίες κυκλοφορίες που έχουν φτάσει ποτέ στ’ αυτιά τους. Και όλα αυτά δεν υπερβολή, όταν αναφέρεται κανείς
στο Heartwork των Carcass. Ήταν τότε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και συγκεκριμένα 23 χρόνια πριν, σε μια εποχή που πολλά ονόματα του ακραίου χώρου, επιχείρησαν να εμπορικοποιήσουν τον ήχο τους, δυσαρεστώντας σε ορισμένες περιπτώσεις τους οπαδούς τους. Στην περίπτωση όμως των Carcass, όχι μόνο δε συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά πολύ περισσότερο οι Βρετανοί κατάφεραν να γίνουν άξιοι θαυμασμού, κυκλοφορώντας μία απ’ τις καλύτερες δουλειές τους. Το άλμα προόδου που πραγματοποιείται σε μουσικό επίπεδο είναι πραγματικά γιγαντιαίο και η εξέλιξη παροιμιώδης. Η μπάντα, αποφασίζει να ξεδιπλώσει όλο το ταλέντο και την τεχνικότητα της, δίνοντας μια πιο μελωδική προσέγγιση, ισορροπώντας ιδανικά ανάμεσα στην καφρίλα και τα ευφάνταστα, εκπληκτικά μελωδικά και περίπλοκα ορχηστρικά μέρη δημιουργώντας μια φοβερή χημεία μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων. Άλλωστε το έμψυχο δυναμικό του συγκροτήματος, είναι μάλλον το καλύτερο που έχει περάσει ποτέ, με τους Billy Steer και Michael Ammot, να πιστώνονται εξ' ολοκλήρου το συνθετικό κομμάτι, με τον πρώτο να έχει και τρείς συνθέσεις αποκλειστικά ο ίδιος και το κλασσικό υπόβαθρο του δεύτερου, να είναι αναμφίβολα καθοριστικής σημασίας για το συνολικό ηχητικό αποτέλεσμα, χωρίς αυτό παρ’ όλα αυτά να σημαίνει ότι είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος αυτής της στροφής των Carcass. Ενδεχομένως να μην είναι τυχαίο, που ο Σουηδός, κιθαρίστας της κλασσικής σχολής και με έντονες επιρροές από Michael Shenker και Uli John Roth, μετά την ηχογράφηση του δίσκου, προχώρησε στον σχηματισμό των Spiritual Beggars. Η κιθαριστική δουλειά των δύο, είναι μνημειώδης, ικανή να τους κατατάξει σ’ ένα από τα καλύτερα κιθαριστικά δίδυμα της εποχής, με σεμιναριακού επιπέδου δισολίες, εναλλαγές στα σολαρίσματα αλλά και μελωδικά, φρενήρη riff που δυναμιτίζουν, ωθώντας σε άφθονο haedbanging. Πανίσχυρη είναι η παρουσία και του Jeff Walker, τα φωνητικά του οποίου συμβάλλουν στο έντονα heavy ύφος του δίσκου και ταιριάζουν απόλυτα με τη μουσική. Ο ίδιος πιστώνεται επίσης την πολύ σταθερή και καλή παρουσία του μπάσου, όσο και τους επίσης βελτιωμένους και πιο ψαγμένους στίχους σε σχέση με το παρελθόν, που πλέον έχουν αντικατασταθεί από βαθυστόχαστες σκέψεις που διαπραγματεύονται την υπαρξιακή αποσύνθεση της ανθρωπότητας και γενικότερα θεματολογία πιο δύσκολα προσδιορίσιμη. Απ’ την άλλη ο πολύπαθος λόγω ασθένειας στην πορεία, Ken Owen πίσω απ’ τα τύμπανα, είναι μια πραγματική μηχανή που παρασύρει στο διάβα της τα πάντα με τις ανελέητες επιθέσεις του, προκαλώντας θαυμασμό αλλά και θλίψη ταυτόχρονα, για το γεγονός ότι στάθηκε τόσο άτυχος. Η παραγωγή τέλος, είναι άψογη, καθαρή και βρώμικη όπου χρειάζεται με τον Colin Richardson να στέκει επάξια στις δεδομένες ικανότητες της μπάντας. «Σ’ αυτό το άλμπουμ υπήρχε μεγαλύτερη συγκέντρωση. Πιστεύω ότι τα ακραία στοιχεία εξακολουθούν να υπάρχουν και γενικά αυτό που κάναμε είναι η συγχώνευση του extreme με πιο κλασσική χροιά. Ο ήχος είναι πιο προσβάσιμος, χωρίς όμως να θυσιάζονται τα μέρη που κάνουν τους Carcass μοναδικούς. Θεωρώ ότι είναι το πιο επιθετικό και heavy άλμπουμ που έχουμε. Είναι το καλύτερο μας.», δηλώνει σχετικά ο Walker, ενώ ο Steer έχει πει πως το συγκεκριμένο είναι το αγαπημένο του με την μπάντα. Είτε κάποιος συντάσσεται με τις απόψεις των παραπάνω είτε όχι, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι το “Heartwork”, είναι απ’ τις σπουδαιότερες κυκλοφορίες των Carcass, αλλά και ένας ογκόλιθος για το death είδος. Κατάφερε να βάλει ισχυρά θεμέλια σε αυτό που αργότερα ονομάστηκε μελωδικό death metal, αποτελώντας αστείρευτη πηγή έμπνευσης και επιρροής για άλλες μπάντες.
στο Heartwork των Carcass. Ήταν τότε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και συγκεκριμένα 23 χρόνια πριν, σε μια εποχή που πολλά ονόματα του ακραίου χώρου, επιχείρησαν να εμπορικοποιήσουν τον ήχο τους, δυσαρεστώντας σε ορισμένες περιπτώσεις τους οπαδούς τους. Στην περίπτωση όμως των Carcass, όχι μόνο δε συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά πολύ περισσότερο οι Βρετανοί κατάφεραν να γίνουν άξιοι θαυμασμού, κυκλοφορώντας μία απ’ τις καλύτερες δουλειές τους. Το άλμα προόδου που πραγματοποιείται σε μουσικό επίπεδο είναι πραγματικά γιγαντιαίο και η εξέλιξη παροιμιώδης. Η μπάντα, αποφασίζει να ξεδιπλώσει όλο το ταλέντο και την τεχνικότητα της, δίνοντας μια πιο μελωδική προσέγγιση, ισορροπώντας ιδανικά ανάμεσα στην καφρίλα και τα ευφάνταστα, εκπληκτικά μελωδικά και περίπλοκα ορχηστρικά μέρη δημιουργώντας μια φοβερή χημεία μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων. Άλλωστε το έμψυχο δυναμικό του συγκροτήματος, είναι μάλλον το καλύτερο που έχει περάσει ποτέ, με τους Billy Steer και Michael Ammot, να πιστώνονται εξ' ολοκλήρου το συνθετικό κομμάτι, με τον πρώτο να έχει και τρείς συνθέσεις αποκλειστικά ο ίδιος και το κλασσικό υπόβαθρο του δεύτερου, να είναι αναμφίβολα καθοριστικής σημασίας για το συνολικό ηχητικό αποτέλεσμα, χωρίς αυτό παρ’ όλα αυτά να σημαίνει ότι είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος αυτής της στροφής των Carcass. Ενδεχομένως να μην είναι τυχαίο, που ο Σουηδός, κιθαρίστας της κλασσικής σχολής και με έντονες επιρροές από Michael Shenker και Uli John Roth, μετά την ηχογράφηση του δίσκου, προχώρησε στον σχηματισμό των Spiritual Beggars. Η κιθαριστική δουλειά των δύο, είναι μνημειώδης, ικανή να τους κατατάξει σ’ ένα από τα καλύτερα κιθαριστικά δίδυμα της εποχής, με σεμιναριακού επιπέδου δισολίες, εναλλαγές στα σολαρίσματα αλλά και μελωδικά, φρενήρη riff που δυναμιτίζουν, ωθώντας σε άφθονο haedbanging. Πανίσχυρη είναι η παρουσία και του Jeff Walker, τα φωνητικά του οποίου συμβάλλουν στο έντονα heavy ύφος του δίσκου και ταιριάζουν απόλυτα με τη μουσική. Ο ίδιος πιστώνεται επίσης την πολύ σταθερή και καλή παρουσία του μπάσου, όσο και τους επίσης βελτιωμένους και πιο ψαγμένους στίχους σε σχέση με το παρελθόν, που πλέον έχουν αντικατασταθεί από βαθυστόχαστες σκέψεις που διαπραγματεύονται την υπαρξιακή αποσύνθεση της ανθρωπότητας και γενικότερα θεματολογία πιο δύσκολα προσδιορίσιμη. Απ’ την άλλη ο πολύπαθος λόγω ασθένειας στην πορεία, Ken Owen πίσω απ’ τα τύμπανα, είναι μια πραγματική μηχανή που παρασύρει στο διάβα της τα πάντα με τις ανελέητες επιθέσεις του, προκαλώντας θαυμασμό αλλά και θλίψη ταυτόχρονα, για το γεγονός ότι στάθηκε τόσο άτυχος. Η παραγωγή τέλος, είναι άψογη, καθαρή και βρώμικη όπου χρειάζεται με τον Colin Richardson να στέκει επάξια στις δεδομένες ικανότητες της μπάντας. «Σ’ αυτό το άλμπουμ υπήρχε μεγαλύτερη συγκέντρωση. Πιστεύω ότι τα ακραία στοιχεία εξακολουθούν να υπάρχουν και γενικά αυτό που κάναμε είναι η συγχώνευση του extreme με πιο κλασσική χροιά. Ο ήχος είναι πιο προσβάσιμος, χωρίς όμως να θυσιάζονται τα μέρη που κάνουν τους Carcass μοναδικούς. Θεωρώ ότι είναι το πιο επιθετικό και heavy άλμπουμ που έχουμε. Είναι το καλύτερο μας.», δηλώνει σχετικά ο Walker, ενώ ο Steer έχει πει πως το συγκεκριμένο είναι το αγαπημένο του με την μπάντα. Είτε κάποιος συντάσσεται με τις απόψεις των παραπάνω είτε όχι, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι το “Heartwork”, είναι απ’ τις σπουδαιότερες κυκλοφορίες των Carcass, αλλά και ένας ογκόλιθος για το death είδος. Κατάφερε να βάλει ισχυρά θεμέλια σε αυτό που αργότερα ονομάστηκε μελωδικό death metal, αποτελώντας αστείρευτη πηγή έμπνευσης και επιρροής για άλλες μπάντες.