Αποτυπώνοντας το πνεύμα των καιρών, και μάλιστα την πρώτη χρονιά της νέας δεκαετίας, το “Paranoid” των Black Sabbathέθεσε ένα οριστικό τέλος – επί μουσικοίς όροις – στα ιδεώδη των hippies των ‘60s που προωθήθηκαν από το Haight-Ashbury, τον ελεύθερο έρωτα και τη δύναμη των λουλουδιών. Η σκιά του μακροχρόνιου πολέμου στο Vietnam είχε εξαντλήσει τον αφελή οπτιμισμό που ένιωθαν οι νέοι άνθρωποι κατά το μεγαλύτερο μέρος της προηγούμενης δεκαετίας. Το γενικότερο πνεύμα άλλαζε, γινόταν σκοτεινότερο. Και κανείς δεν ήταν ιδανικότερος για να παρουσιάσει μουσικά τη νέα σκοτεινή κοσμοθεωρία από τέσσερις νέους – της εργατικής τάξης, και κοινωνικά αδικημένους – από τη μουντή βιομηχανική πόλη του Birmingham. Αναφέροντας τα λόγια του ίδιου του Ozzy Osbourne: «’Να φοράτε σίγουρα ένα λουλούδι στα μαλλιά σας’. Τι είναι αυτές οι μ****ίες με τα λουλούδια; Εδώ δεν έχω παπούτσια να φορέσω».
Για το “Paranoid”, χρέη παραγωγού διετέλεσε ο Rodger Bain και ηχογραφήθηκε σε δύο στούντιο στο Λονδίνο, το Regent Sound και το Island. Πολλοί υποστηρίζουν ότι είναι το ισχυρότερο δείγμα της heavy metal μουσικής στην πιο ουσιώδη μορφή της. Αμερικανικά συγκροτήματα όπως οι Iron Butterfly και οι Blue Cheer κυκλοφόρησαν δυνατούς, ωμούς δίσκους με ‘βαριές’ κιθάρες πριν το “Paranoid” ενώ οι σύγχρονοι τους Led Zeppelin κυκλοφόρησαν το βαρυσήμαντο ντεμπούτο τους 20 ολόκληρους μήνες αργότερα. Ωστόσο, είναι η ανηλεής αφαίρεση της παραδοσιακής blues κιθάρας που χρησιμοποιήθηκε από προηγούμενα συγκροτήματα, σε συνδυασμό με την φαινομενικά τυραννική διαγραφή του σεξ από τους στίχους τους, αυτό που κατέστησε τον δίσκο μια καμπή και μια καθοριστική στιγμή στη heavy metal.
Πρόκειται για έναν δίσκο που οικοδομήθηκε πάνω σε αναρίθμητα riff. Τα drums του Bill Ward ήταν ιδιαίτερα σκληρά, υπάρχει όμως μια μοναδικότητα σκοπού στον τρόπο που τα κομμάτια υποτάσσονται στο παίξιμο του κιθαρίστα Tony Iommi, γεγονός που καθιστά κομμάτια όπως το “Iron Man” και το “Electric Funeral” απόλυτα αδυσώπητα και ακαταμάχητα. Ωστόσο, τα riff δεν είναι τα μοναδικά όπλα στην κατοχή αυτού του δίσκου των Sabbath. Οι στίχοι του μπασίστα Geezer Butler είναι ίσως εκπληκτικά ευφυείς – και εξ ολοκλήρου πεσιμιστικοί – για ένα συγκρότημα που δεν φοβάται τις επιθέσεις. Το “War Pigs” είναι ένα σαφές ξεμπρόστιασμα των πολέμαρχων, παρά τους τεμπέλικους στίχους “Generals gathered in their masses/Just like witches at black masses”. Παράλληλα, το “Hand Of Doom” προσφέρει μια ωμή ματιά στη χρήση σκληρών ναρκωτικών από πρώην στρατιώτες ως ένα μέσο αντιμετώπισης αυτού που αργότερα θα αναγνωριζόταν ως Μετα-τραυματικό Στρες.
Και ανάμεσα σ’ όλα, υπάρχει και ο Ozzy. Ίσως είναι τώρα, 46 ολόκληρα χρόνια μετά από εκείνες τις ερμηνείες, που είναι ξεκάθαρο απλά πόσο διαφορετικός ερμηνευτής ήταν. Και δεν έπασχε από την αλαζονεία που συνήθως είχαν οι frontman συγκροτημάτων, όπως ο Robert Plant των πρώτων ημερών. Τα φωνητικά του, στερημένα αισθησιασμού, είναι απλά άλλο ένα εργαλείο, ηθελημένα και αποτελεσματικά υποταγμένα στη συλλογική μουσική ισχύ.
Δεδομένου του εθισμού του συγκροτήματος στη μουσική ωμότητα, η μοναδική στιγμή ενδοσκόπησης του δίσκου, το εμπνευσμένο από την jazz, και σχεδόν ιδιόρρυθμο, κομμάτι “Planet Caravan” θα έπρεπε να φαίνεται εκτός τόπου και πλήρως λανθασμένο. Κι όμως, με κάποιο τρόπο λειτουργεί, ίσως, ως ένα ακραίο αντιστάθμισμα στη γενική αφοσίωση του “Paranoid” στην ισχύ.
Δεν αποτελεί σύμπτωση, βέβαια, το κομμάτι που έδωσε το όνομα του στον δίσκο παραμένει ένα δυνατό χαρτί για τους Black Sabbath. Οι ευθείς στίχοι του (“Happiness I cannot feel and love to me is so unreal.”), η κυματώδης δομή των riff και η αποφυγή κάθε τι επουσιώδους αποδείχθηκαν οι ουσιαστικές βάσεις του heavy metal ήχου του μοναδικού αυτού συγκροτήματος για ένα μεγάλο μέρος της καριέρας του.